- μηλοφόνος
- μηλοφόνος, -ον (Α)αυτός που σκοτώνει πρόβατα («μηλοφόνον τε λύκον», Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. ανδρο-φόνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηλοφόνον — μηλοφόνος sheep slaying masc/fem acc sg μηλοφόνος sheep slaying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλοφόνοισι — μηλοφόνος sheep slaying masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλοφόνοισιν — μηλοφόνος sheep slaying masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήλον — (I) το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον) βλ. μήλο. (II) μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α) 1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.) 2. ταύρος 3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα β) ποίμνιο γ) αγέλη ζώων … Dictionary of Greek